-
1 μετα-παύομαι
μετα-παύομαι, dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
-
2 μεταπαύομαι
II c. gen., cease from,ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπαύομαι
-
3 μεταπαυομαι
См. также в других словарях:
μεταπαύομαι — (Α) 1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.) 2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι … Dictionary of Greek